- τρομοφοβία
- η, Νιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής καταλαμβάνεται από φόβο και μόνο με το άγγιγμα ή με τη θέα αντικειμένων που ταλαντεύονται ή δονούνται ή και μόνο με τη σκέψη εννοιών ή συναισθημάτων που προξενούν τις παραπάνω παλμικές κινήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -φοβία (< -φόβος < φόβος), πρβλ. αγορα-φοβία].
Dictionary of Greek. 2013.